- καλαθιάζω
- μετ. класть в корзину, раскладывать по корзинам, упаковывать в корзины
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλαθιάζω — [καλάθι] 1. τοποθετώ μέσα σε καλάθια («καλαθιάζω σταφύλια») 2. μτφ. εξαπατώ κάποιον … Dictionary of Greek
καλαθιάζω — καλάθιασα, καλαθιασμένος, τοποθετώ κάτι μέσα σε καλάθια: Καλαθιάζω τα λάχανα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακαλάθιαστος — η, ο [καλαθιάζω] εκείνος που δεν έχει τοποθετηθεί σε καλάθι «ακαλάθιαστα σταφύλια» … Dictionary of Greek